Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Ο επίμονος οινοποιός, οι Βελιές και το κρασί


ΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΡΟΥ


Ο Γιώργος Τσιμπίδης έγινε ο άνθρωπος που συνέβαλε στην αναβίωση του φημισμένου οίνου Μαλβαζία.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Ηταν μία από τις ιστορίες που ο Γιώργος Τσιμπίδης άκουγε και ξανάκουγε μεγαλώνοντας αρχές της δεκαετίας του ’60 στο χωριό, τις Βελιές Μονεμβασιάς, από αυτές με δυσδιάκριτα όρια μεταξύ αλήθειας και μύθου, που διηγούνταν οι μεγαλύτεροι για να πάρει τα παιδιά ο ύπνος δίπλα στο τζάκι. Αφορούσε το μυθικό λιαστό κρασί της περιοχής, που για πέντε ολόκληρους αιώνες πότιζε τα σημαντικότερα τραπέζια της Ευρώπης και της Ανατολής, με το χρώμα του μελιού και τη μεθυστική γεύση, που τα ίχνη του χάθηκαν επί τουρκοκρατίας, λες και το κατάπιε η γη. Το όνομά του Μαλβαζία.

Μιας και εκείνος ο πιτσιρικάς έγινε τελικά ο άνθρωπος που συνέβαλε τα μάλα όχι μόνο στην αναβίωση του φημισμένου οίνου, αλλά και στην εντυπωσιακή επαναφορά του στις ξένες αγορές και μάλιστα ως Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης, είναι να μην πιστεύεις στα παραμύθια;

«Είναι που αντί να ασχολούμαι με τη Φυσική που σπούδαζα, ως παιδί της μεταπολίτευσης σκεφτόμουν πώς θα αλλάξω τον κόσμο» λέει γελώντας στην «Κ» ο κ. Τσιμπίδης, ιδιοκτήτης σήμερα της ταχύτατα αναπτυσσόμενης Οινοποιητικής Μονεμβασιάς. Πράγματι, όταν μετά τις σπουδές του στην Πάτρα και την ενασχόλησή του αρχικά με τον χώρο της εστίασης, αποφάσισε με τη γυναίκα του Ελλη να επιστρέψουν στο χωριό για «κάτι δικό τους», αντιλήφθηκε ότι η επίγευση ενός κρασιού που δεν είχε δοκιμάσει ποτέ ήταν έντονη στον ουρανίσκο. Ηταν γύρω στο ’95. «Η Μονεμβασιά είχε χάσει την οινική της ταυτότητα, παρήγαγε κρασί μόνο χύμα, με τις τοπικές ποικιλίες εξαφανισμένες. Γενικότερα το τουριστικό προϊόν της Μονεμβασιάς βρισκόταν σε πολύ ερασιτεχνικό στάδιο. Οχι μόνο το κρασί, όλα ήταν "χύμα"». Η ιδέα προέκυψε αβίαστα. «Η Μονεμβασιά κατέκτησε την ύψιστη θέση στην ιστορία της όταν αξιοποίησε τη θέση της στους θαλάσσιους δρόμους ως εμπορικό λιμάνι και όταν παρήγαγε επώνυμο προϊόν, το Μαλβαζία. Σκέφτηκα ότι ήταν ευκαιρία για κάποιον να κάνει μια πρότυπη παρέμβαση αναπτύσσοντας δραστηριότητα στην αμπελοκαλλιέργεια, παράγοντας ποιοτικό κρασί, αξιοποιώντας τις ιδιαίτερες ποικιλίες, το μικροκλίμα, την ιστορία και τον πολιτισμό της περιοχής, εμπλουτίζοντας έτσι συνολικά το τουριστικό προϊόν του τόπου».

Κρίσιμο ρόλο στις εξελίξεις έπαιξε η συνάντηση του Τσιμπίδη με την κ. Σταυρούλα Κουράκου, τη μεγάλη κυρία του ελληνικού κρασιού, που εκείνη την εποχή αρθρογραφούσε στην Κυριακάτικη Καθημερινή. «Με εμπνευστή και ηγέτη την ίδια, καταστρώσαμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης για την αναβίωση του Μαλβαζία» λέει. Η προσπάθεια, που στην πορεία συστρατεύθηκαν κι άλλοι, όπως ο οινολόγος Ηρακλής Τριχείλης, διήρκεσε 14 ολόκληρα χρόνια. Αξιοποιώντας ευρωπαϊκά προγράμματα, η ομάδα σε συνεργασία με τα Γεωπονικά Πανεπιστήμια Αθήνας και Θεσσαλονίκης, το ΕΘΙΑΓΕ κ.ά., μελέτησαν τα χαρακτηριστικά 14 τοπικών ποικιλιών, δημιούργησαν πειραματικούς αμπελώνες και προχώρησαν σε πειραματικές οινοποιήσεις.

Προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την «τρέλα» τους, το ζευγάρι έφτιαξε ένα οινοποιείο. «Παίρναμε σταφύλια από άλλες περιοχές, αφού τότε δεν υπήρχε εδώ παραγωγή και φτιάχναμε κρασιά. Ευτυχώς είχαν όλα εμπορική επιτυχία, η επιχείρηση ήταν από την πρώτη στιγμή κερδοφόρα. Αποκτήσαμε κεφάλαια και τα επενδύσαμε στην προσπάθεια. Για να φτιάξουμε πάντως 300 στρέμματα αμπελώνες, εξαντλήσαμε την... πίστη μας στις τράπεζες».

Το 2008 το κρασί ήταν έτοιμο. Οι ειδικοί είχαν καταλήξει σε συνδυασμό των τοπικών ποικιλιών Μονεμβασιά (κατά 50%), Κυδωνίτσα και Ασπρούδες και συμμετοχή του Ασύρτικου, ποικιλία της Σαντορίνης που βρέθηκε ότι ταιριάζει στο ξηροθερμικό κλίμα της περιοχής. Ο ίδιος ο κ. Τσιμπίδης προχώρησε σε αίτηση στις αρμόδιες αρχές για την αναγνώρισή του ως προϊόν ΠΟΠ. Η ανακοίνωση έγκρισης του αιτήματος ήρθε στις 23 Ιουλίου του 2010, συμπτωματικά την ημέρα της επετείου της απελευθέρωσης της Μονεμβασιάς.

«Κάπως έτσι, η ωραία κοιμωμένη, η Μονεμβασία-Malvasia ξύπνησε από ύπνο πέντε αιώνων» λέει ο ίδιος. Και τι ξύπνημα. Από πέρυσι, οπότε ανοίχτηκε η πρώτη φιάλη της πρώτης εκείνης εμφιάλωσης μετά την απαραίτητη παλαίωση, το λιαστό κρασί (τα σταφύλια μαζεύονται υπερώριμα και λιάζονται πριν από τη ζύμωση), θριαμβεύει. «Σε όσους διαγωνισμούς το έχουμε στείλει έχει σαρώσει τα βραβεία, είναι ένα πραγματικά πολύ καλό κρασί». Ηδη έχουν ξεκινήσει οι εξαγωγές σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Κίνα. «Είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος γιατί μου έτυχε να εκπληρώσω αυτό το χρέος απέναντι στον τόπο μου».

Διάσημο στον Μεσαίωνα
«Να με πνίξετε σ’ ένα βαρέλι με κρασί Malvasia!» ζήτησε, κατά τον Σαίξπηρ στο «Ριχάρδο τον Τρίτο», ο δούκας του Κλάρενς από τον βασιλιά της Αγγλίας όταν κλήθηκε να... επιλέξει τον θάνατό του. «Κανένα άλλο κρασί δεν απόκτησε τόση φήμη κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση και κανένα όνομα κρασιού από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει τόσο ενδιαφέρουσα ιστορία» όπως έγραφε η κ. Σταυρούλα Κουράκου στην «Καθημερινή».

Ο οίνος Malvasia, το φράγκικο όνομα της Μονεμβασιάς, ξεκίνησε να παράγεται πριν από το 13ο αιώνα στη βυζαντινή Μονεμβασιά και για αιώνες έφτανε σε όλα τα γνωστά λιμάνια του κόσμου από Μονεμβασιώτες εμπόρους. Ιδιαίτερα τον Μεσαίωνα, δεν υπήρχε διάσημο σαλόνι σε Ευρώπη και Ρωσία που να μην σερβίρεται το γλυκόπιοτο κρασί. Ομως μετά την κατάληψη της Μονεμβασιάς από τους Τούρκους τον 16ο αιώνα οι αμπελώνες ξεριζώθηκαν. Η παραγωγή μεταφέρθηκε στην Κρήτη όπου και διατηρήθηκε περίπου ώς το 1800. Κάποια κλήματα έφτασαν στη Δύση αποκτώντας με τα χρόνια άλλα ονόματα όπως Malvoisie και Malmsey που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για την παραγωγή της Μαδέρα.
Έντυπη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου