Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Κ. Μεντζελοπούλου, μια πριγκίπισσα στο γαλλικό βασίλειο του Διόνυσου

Πώς ο αείμνηστος Αχαιός επιχειρηματίας Ανδρέας Μεντζελόπουλος, μετά τις σπουδές στην Γκρενόμπλ, ασχολήθηκε με το εμπόριο των δημητριακών στην Κίνα, στην Ινδία, στο Πακιστάν και με την επιστροφή του στο Παρίσι εξαγόρασε μαζί με τη σύζυγό του Λάουρα την εταιρεία που παράγει το περίφημο κρασί Château Margaux. Η κόρη του Κορίνα κρατά ζωντανή την παράδοση που της κληρονόμησε ο πατέρας της, ο οποίος άλλαξε τη δεκαετία του ’70 την πορεία του παλαιότερου ίσως château στην Ιστορία της
Τι; Ενας Ελληνας στο Μαργκό;» Με αυτόν τον «οργισμένο» πρωτοσέλιδο τίτλο υποδέχτηκε η μεγάλη εφημερίδα «Le Monde» την είδηση ότι ένας πλούσιος Ελληνας, ο Ανδρέας Μεντζελόπουλος, αγόρασε έναν από τους μύθους της Γαλλίας σχεδόν 32 χρόνια πριν: το περίφημο Château Margaux που παράγει ίσως το κορυφαίο και το πιο αριστοκρατικό κρασί του πλανήτη και το οποίο λίγοι και πολύ πλούσιοι έχουν τη ευτυχία να το γεύονται, καθώς οι τιμές στις οποίες πωλείται φτάνουν ακόμα και τα 1.500 ευρώ (ανάλογα με τη χρονιά) η φιάλη.
Βέβαια, εκείνη την εποχή στη δεκαετία του ’70 κανείς στη Γαλλία δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το θρυλικό château, που αποτελεί μέρος της ιστορίας της χώρας αυτής, θα μπορούσε να περάσει στα χέρια ενός ανθρώπου που δεν ήταν Γάλλος.
Για αυτό άλλωστε και η είδηση αυτή είχε προκαλέσει «σοκ» στον οινοπαραγωγικό κόσμο της χώρας, αλλά και στα μεγάλα σαλόνια της Πόλης του Φωτός.
Κι όμως, ο Ελληνας μεγιστάνας εκείνη την εποχή και η κόρη του Κορίνα στη συνέχεια άλλαξαν για πάντα την πορεία ίσως του παλαιότερου château στην Ιστορία της Γαλλίας.
Οπως παραδέχεται σήμερα η ίδια η κυρία Κορίνα Μεντζελοπούλου, «πράγματι, εκείνη την εποχή το σοκ ήταν μεγάλο για τη χώρα, καθώς ένας μη Γάλλος αγόρασε έναν από τους μύθους της Γαλλίας. Μάλιστα, επειδή είχε χαρακτηριστεί εθνικός θησαυρός, ο τότε πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν είχε απαγορεύσει την πώλησή του λίγους μήνες νωρίτερα σε μια αμερικανική πολυεθνική. Βέβαια, ο πατέρας μου ζούσε πολλά χρόνια στη Γαλλία, είχε παντρευτεί Γαλλίδα και είχε αναπτύξει σημαντική επιχειρηματική δράση στο Παρίσι, οπότε τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Ομως χρειάστηκε να πάρει άδεια από τη γαλλική κυβέρνηση για αυτή την αγορά».
Η αλήθεια είναι ότι μέχρι και τις αρχές του 1960 το Château Margaux θεωρούνταν ένα από τα κορυφαία γαλλικά κρασιά. Ομως, τα άσχημα νέα ήρθαν μετά το 1962. Σχεδόν όλες οι χρονιές έως και το 1975 χαρακτηρίστηκαν από μετριότητα. Αποτέλεσμα ήταν να μειωθεί το κύρος του στην αγορά. Επιπροσθέτως, εξαιτίας της πετρελαϊκής κρίσης του 1973, η αγορά του ακριβού κρασιού παγκοσμίως εισήλθε σε βαθιά ύφεση.
Απαξίωση και πωλητήριο
Η τιμή της κάθε φιάλης δεν ξεπερνούσε τα 10 δολάρια. Ετσι, οι τότε ιδιοκτήτες του Pierre και Bernard Ginestet αναγκάστηκαν το βάλουν πωλητήριο.
Τότε ακριβώς εμφανίστηκε ο πάμπλουτος Ελληνας επιχειρηματίας που ζούσε στη Γαλλία, ο Ανδρέας Μεντζελόπουλος. Μαζί με τη σύζυγό του Λάουρα προσέφεραν το 1977 στην οικογένεια Ginestet το ποσό των 72 εκατ. γαλλικών φράγκων (περίπου 16 εκατ. δολάρια) και εξαγόρασαν την επιχείρηση.
«Μετά τον θάνατο του πατέρα μου αναγκάστηκα να ξεκινήσω και πάλι από το μηδέν στην οικογενειακή επιχείρηση στην Primistères, η οποία διαχειριζόταν τα καταστήματα Félix Potin», επισημαίνει η κυρία Μεντζελοπούλου, και συνεχίζει:
«Εκείνη την εποχή ένιωθα ότι όλος ο κόσμος με παρακολουθούσε. Ηταν μια πρόκληση για εμένα να διαχειριστώ το μεγάλο χαρτοφυλάκιο των επιχειρήσεων που κληρονόμησα. Δεν μπορούσα να απογοητεύσω κανέναν. Ευτυχώς, όσον αφορά στο Château Margaux, υπήρχε τότε μια δυναμική ομάδα, η οποία υποστήριξε την επιχείρηση στο έπακρο. Προσωπικά δεν είχα καμία επαφή με τη διαδικασία παραγωγής του κρασιού, αλλά παθιάστηκα με τις επιχειρήσεις και ειδικά με το château», λέει σήμερα, σχεδόν 30 χρόνια μετά.
Ετσι, λοιπόν, λίγα χρόνια έπειτα από σκληρή δουλειά η κυρία Μεντζελοπούλου καταφέρνει να ανεβάσει και πάλι στον θρόνο του το μεγαλειώδες αυτό κρασί.
Το διαφήμισε σε ολόκληρο τον κόσμο και ειδικά στις ΗΠΑ, στη Ρωσία, στη Μεγάλη Βρετανία, στην Ιαπωνία, ανοίγοντας τις πύλες των μεγάλων και πλούσιων αγορών για το κρασί της. Βέβαια, σε αυτό βοήθησαν οι καλές χρονιές σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980.
Οπως λέει η ίδια: «Ακόμα και σήμερα η χρονιά του 1982 θεωρείται από τις κορυφαίες του 20ού αιώνα. Εκείνη την εποχή οι Βρετανοί (που είναι οι παραδοσιακοί αγοραστές των γαλλικών κρασιών) και οι Αμερικανοί ενθουσιάστηκαν με τα κρασιά μας, ενώ μπήκαν δυναμικά και στο παιχνίδι οι νέες αγορές όπως η Ρωσία και η Κίνα».
Το μυστικό
Το μυστικό της επιτυχίας του Château Margaux, σύμφωνα με την ιδιοκτήτριά του, «βρίσκεται στη σωστή αξιοποίηση αυτού του εξαιρετικού terroir, που βασίζεται σε γνώση και σοφία αιώνων. Η θέση όπου τα αμπέλια μας έχουν φυτευτεί, ο τρόπος που καλλιεργούνται, είναι επιστήμη. Παράδοση σημαίνει ότι ο γιος έμαθε από τα σωστά και τα λάθη του πατέρα, του παππού, του προπάππου. Σε αυτή τη σοφία χρωστάμε την επιτυχία μας, όχι στο μάρκετινγκ».
Εν τω μεταξύ η κυρία Μεντζελοπούλου αναδιαρθρώνει τη «Félix Potin», προχωρεί στην πώληση πολλών καταστημάτων, ενώ ταυτόχρονα προσθέτει στη «φαρέτρα» της την εταιρεία που εμφιάλωνε το περίφημο νερό Perrier.
Ομως στις αρχές της δεκαετίας του 1990 αποφασίζει να πωλήσει το 75% των μετοχών της εταιρείας στην πανίσχυρη οικογένεια Ανιέλι της «Fiat». Ο πατριάρχης της οικογένειας, ο Τζιάνι, ένας γνήσιος bon vivant, με τη μεγάλη ρευστότητα που διέθετε εκείνη την εποχή εξαγοράζει την εταιρεία και κατ’ επέκταση και το Château Margaux.
Ομως η κυρία Μεντζελοπούλου παραμένει στο τιμόνι του κτήματος και πλέον ασχολείται μόνο με αυτό. Το 2003 το Group Aνιέλι αποφασίζει να πουλήσει εκ νέου τις μετοχές που κατείχε στο κτήμα. Η Ελληνίδα επιχειρηματίας με μια κίνηση ματ εξαγοράζει τις μετοχές αντί του ποσού των 450 εκατ. ευρώ και πλέον μαζί με την οικογένειά της είναι οι μοναδικοί μέτοχοί του.
Η ποιότητα του κρασιού που παράγει είναι μοναδική. Αλλωστε, όπως εξηγεί: «Το Château Margaux δεν ανήκει σε εμάς, αλλά εμείς ανήκουμε στο Château Margaux. Εμείς ποτέ δεν θα βγάλουμε μια μεγάλη παραγωγή εις βάρος της ποιότητας προκειμένου να κάνουμε περισσότερα χρήματα. Είμαι ευτυχής και με αυτά που έχω», τονίζει χαρακτηριστικά. Μιλώντας για το ελληνικό κρασί, εξηγεί: «Αγαπώ το ελληνικό κρασί και εξελίσσεται με πολύ θετικά βήματα. Οταν βρίσκομαι στην Ελλάδα (σχεδόν κάθε καλοκαίρι), πίνω μόνο ελληνικό κρασί».
Τα εύσημα του Τόμας Τζέφερσον
H περιοχή της κοινότητας του Μαργκό, από όπου πήρε και την ονομασία του το ομώνυμο Château, βρίσκεται 20 χλμ. βόρεια της πόλης του Μπορντό.
Οι αμπελώνες της κοινότητας ανέρχονται σε περίπου 3.200 στρέμματα και βρίσκονται στα περισσότερο χαλικώδη εδάφη. Το Château Margaux με το όνομα και την έκταση που έχει ακόμα και σήμερα ιδρύθηκε από την οικογένεια Lestonnac το 1572.
Ομως ήδη από τον 12ο αιώνα υπήρχε στην περιοχή αυτή του Μπορντό το La Mothe de Margaux, που θεωρείται πρόγονος του Château Margaux. Για πρώτη φορά εμφανίστηκε σε δημοπρασία στους Christies το 1776. «Ενα εξαιρετικό μπορντό κρασί με υπέροχο γεύση από τη χρονιά του 1771», έγραφε ο κατάλογος των δημοπρασιών εκείνης της χρονιάς.
Το 1784 ο τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Γαλλία Τόμας Τζέφερσον (μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ) είχε γράψει ότι «δεν είναι δυνατόν να υπάρξει καλύτερο κρασί στο Μπορντό». Με την ταξινόμηση του 1855, χαρακτηρίστηκε ως premier cru μαζί με το Ch. Latour, το Ch. Lafite Rothschild, το Ch. Haut Brion και το Ch. d’ Yquem. Υπενθυμίζεται ότι εκείνη τη χρονιά στην παγκόσμια έκθεση του Παρισιού οι παραγωγοί των περιοχών Mentoc, Sauternes και Graves στο Μπορντό, λαμβάνοντας υπόψη την ποιότητα (σε τυφλή γευσιγνωσία) και τις τιμές των κρασιών από το 1755 έως εκείνο το έτος, ταξινόμησαν 61 châteaux. Ετσι, 5 châteaux ταξινομήθηκαν ως πρώτοι αμπελώνες ή πρώτοι παραγωγοί (premiers crus), 14 châteaux ως δεύτεροι αμπελώνες η δεύτεροι παραγωγοί (deuxiemes crus), 14 châteaux ως τρίτοι αμπελώνες (troisiemes crus), 14 Chateau ως τέταρτοι αμπελώνες (quatriemes crus) και 18 châteaux ως πέμπτοι αμπελώνες (cinquiemes curs).
Προσέξτε, όμως: στην ελληνική γλώσσα μπορεί η έννοια «δεύτερος αμπελώνας» ή «τρίτος αμπελώνας» να έχει αρνητική χροιά, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με τις ταξινομήσεις των μεγάλων γαλλικών châteaux. Η ταξινόμηση του 1855 (που δεν έχει αναθεωρηθεί από τότε, με εξαίρεση το Mouton Rothschild, ιδιοκτησίας της πανίσχυρης οικογένειας των τραπεζιτών, που στις αρχές του 1970 από deuxieme cru έγινε premier cru), έγινε με κριτήρια την ποιότητα την τιμή αλλά... και το μάρκετινγκ της εποχής - που όμως το εκμεταλλεύτηκαν και το εκμεταλλεύονται στο έπακρο οι ιδιοκτήτες των μεγάλων châteaux...
Σήμερα οι τιμές ανά φιάλη όλων των premier cru κρασιών είναι αστρονομικές, αφού ξεκινούν από τα 150-200 ευρώ (για τις χρονιές με μέτριας ποιότητας παραγωγή) και ξεπερνούν ακόμα και τα 2.000 ευρώ για τις εξαιρετικές χρονιές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα Margaux του 2003 κοστίζει περίπου 900 ευρώ, ενώ μια φιάλη από τη χρονιά του 1961 μπορεί να κοστίζει ακόμα και 1.200 έως 1.500 ευρώ. Τονίζεται τέλος ότι μια φιάλη από τη χρονιά του 1787 του Ch. Margaux έχει ασφαλιστεί από μεγάλη αμερικανική ασφαλιστική εταιρεία αντί του ποσού των 225.000 δολαρίων.
Ποιος ήταν ο Ανδρέας Μεντζελόπουλος
Η καταγωγή του Ανδρέα Μεντζελόπουλου ήταν από την Πελοπόννησο, από τα Αρφαρά Αιγιαλείας, συγκεκριμένα Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1915 και ο πατέρας του ήταν ξενοδόχος. Το όνειρό του ήταν τα παιδιά του να πάνε στο εξωτερικό και να αποκτήσουν περιουσία.
Ετσι λοιπόν στα 18 του χρόνια ο Ανδρέας Μεντζελόπουλος έφυγε για τη Γαλλία. Σπουδάζει Λογοτεχνία στην Γκρενόμπλ και μαθαίνει έξι γλώσσες. Εχει κοσμοπολίτικο αέρα και του αρέσει να χρησιμοποιεί πολύ συχνά φράσεις του Ουίνστον Τσόρτσιλ. Μετά τις σπουδές ασχολείται με το εμπόριο των δημητριακών στη Κίνα, στην Ινδία και στο Πακιστάν. Επέστρεψε στο Παρίσι και εξαγοράζει τη «Félix Potin», μια φίρμα που είχε ιδρυθεί το 1844 και είχε 80 παντοπωλεία σε ολόκληρη τη χώρα. Λίγα χρόνια μετά, υπό τη διαχείριση του δαιμόνιου Ελληνα η εταιρεία διέθετε 1.600 σούπερ μάρκετ και παντοπωλεία σε όλη τη χώρα και μια σειρά από ακριβά ακίνητα στο Παρίσι.
Σε αντίθεση με άλλους Ελληνες οι οποίοι διέπρεπαν στη ναυτιλία, ο Μεντζελόπουλος αγαπούσε τη γη και την πέτρα. Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι οι στήλες με τις οποίες ήταν χτισμένο το περιστύλιο του Château τού θύμιζαν την Ελλάδα.
Αμέσως μετά την εξαγορά του Château ο Ελληνας μεγιστάνας προσέλαβε τους αξιότερους οινολόγους της χώρας και επένδυσε πολλά χρήματα προκειμένου να το αναβαθμίσουν. Τα αποτελέσματα ήλθαν σχεδόν αμέσως. Η επόμενη χρονιά του 1978 χαρακτηρίστηκε από τους ειδικούς εντυπωσιακή.
Οπως εξηγεί σήμερα η ιδιοκτήτρια του Château, «ο Μεντζελόπουλος ανακαίνισε τις αίθουσες του πύργου που βρίσκεται μέσα στο κτήμα, έχτισε ένα νέο υπόγειο κελάρι από το μηδέν, έκανε προσεκτική επιλογή των σταφυλιών που προορίζονται για ωρίμανση και προσέθεσε ένα δεύτερο κρασί, το Pavillon du Château Margaux. Ωστόσο, όλες αυτές οι προσπάθειές του δεν θα είχαν νόημα εάν δεν υπήρχε το μεγάλο πλεονέκτημα, που είναι το συγκεκριμένο έδαφος».
Δυστυχώς, ο οραματιστής Ανδρέας Μεντζελόπουλος απεβίωσε το 1980 και δεν πρόλαβε να δει το Château Margaux να μεγαλουργεί ξανά. Αμέσως η κόρη του κυρία Κορίνα Μεντζελοπούλου εκλήθη να αντιμετωπίσει τη νέα πρόκληση. Νωρίτερα είχε πάρει το δίπλωμά της από το Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών στο Παρίσι και εργαζόταν στη μεγάλη διαφημιστική εταιρεία «Havas».
Μαριελίνα Μελά http://www.protothema.gr/economy/article/?aid=32428

Η Κορίνα Μετζελοπούλου ανοίγει μερικές άγνωστες σελίδες του μυθιστορήματος «Margaux».

Πώς γλίτωσε το κεφάλι του από τους Γιαπωνέζους στη Ηοngun ο Ανδρέας Μετζελόπουλος; Γιατί δεν του απάντησε γαλλικά ο Τσου Εν Λάι; Γιατί πήγε στο Chateau Margaux ο Πρωθυπουργός Ζινγκντάο; Η Κορίνα Μετζελοπούλου ανοίγει μερικές άγνωστες σελίδες του μυθιστορήματος «Margaux».
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, τυχαία, στο Λονδίνο στις 23 Σεπτεμβρίου, ο τρύγος των λευκών σταφυλιών στο Chateau Margaux πηγαίνει μια χαρά, αφήνοντας υποσχέσεις για μεγάλη χρονιά. Το Merlot, από την άλλη, ωριμάζει αργά, αλλά σταθερά, ενώ για το Cabernet Sauvignon επικρατεί αγωνία. Είχα σκεφτεί σοβαρά να πάω φέτος να τρυγήσω στο Chateau Margaux, αλλά το ανέβαλα παρότι φλερτάριζα πολύ με την ιδέα.

Μη με κατηγορήσετε για snobίστικο λαϊκισμό, τυχαίνει απλώς να είναι το μεγάλο μου ψώνιο στα κόκκινα κρασιά. Δεν πα’ να σε τρομάζει το τερατάκι του Chateau Latour. το Margaux είναι ίδια η Ιζαμπέλ Ατζανί με την εκτυφλωτική ομορφιά της στο ρόλο της «Reine Margaux»: αθώα, τρυφερή, ραφινάτη και χαριτωμένη σαν λεπτεπίλεπτη δαντέλα και, την ίδια στιγμή, απίστευτα σέξι. Εντελώς ξεχωριστή περίπτωση αυτό το κρασί, δεν μοιάζει με τίποτε άλλο.


Θεωρώ λοιπόν τον εαυτό μου τυχερό, επειδή συμμετείχα στη μοναδική γευσιγνωσία παλαιότερων χρονιών του Chateau Margaux στο «Luna Rossa», παρουσία της ιδιοκτήτριάς του Κορίνας Μετζελοπούλου. Ήταν μια εντελώς αλλιώτικη δοκιμή, αφού γρήγορα μπρος τα κάλλη του Margaux έσπασε η οποιαδήποτε σοβαροφάνεια και εξελίχθηκε σε χαρούμενη οικογενειακή γιορτή (είχε, άλλωστε, μαζί της το γιο της τον Αλέξη και στενά συγγενικά της πρόσωπα). Την επομένη πίναμε μαζί καφέ στη «Μεγάλη Βρεταννία» και κουβεντιάζαμε, αποφεύγοντας και πάλι τη σοβαροφάνεια των συνεντεύξεων. Ανάλογα με το θέμα μας, μάλιστα, η συζήτηση διεξαγόταν στα αγγλικά, ελληνικά και ιταλικά.

Κορίνα Μετζελοπούλου
Μίλησα αγγλικά πριν από τα γαλλικά, αλλά δυστυχώς πηγαίνοντας στο σχολείο τα ξέχασα! Τα ξαναέμαθα αργότερα. Έμαθα να γράφω και να διαβάζω ελληνικά στην ελληνική εκκλησία στο Παρίσι, και το θεωρώ πολύ σημαντικό. Μου αρέσουν οι Έλληνες, τους εκτιμώ. Μου αρέσει, όμως, να μιλάω αγγλικά. όταν ο πατέρας μου ήθελε να μου πει κάτι σημαντικό, μου το έλεγε στα αγγλικά.

Ο Ανδρέας Μετζελόπουλος, ο πατέρας της, ήταν ο πρωτοπόρος που πήγε κόντρα στη μεγάλη κρίση των ’70s και, αγοράζοντας το Chateau Margaux το ’77, έδειξε το δρόμο του θριάμβου, επενδύοντας τεράστια ποσά για να ανεβάσει την ποιότητά του και να συντονίσει πάλι το κρασί στη συχνότητα του μύθου του. Η περιέργεια με τρώει και ζητώ να μάθω την πολυτάραχη ζωή του.

Είναι απίστευτη, σαν μυθιστόρημα, η ιστορία του. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1915 και σπούδασε Litterature στο Πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ. Η θεία μου, η αδερφή του, είχε παντρευτεί ένα Βρετανό αξιωματικό, πράγμα το οποίο τότε θεωρούνταν μεγάλη υπόθεση, και ο πατέρας μου πήγε να τη βρει στη Βιρμανία. Κατόπιν βρέθηκε στην Κίνα και ήταν στη Χονγκούν (τώρα ανήκει στην Κορέα) όταν εισέβαλαν τα γιαπωνέζικα στρατεύματα. Επικρατούσε πανικός. οι φυλακισμένοι λεηλατούσαν τα μαγαζιά, ο τρελαμένος κόσμος σκαρφάλωνε στα δέντρα και ο πατέρας μου ανέβηκε σε ένα λόφο, ξεδίπλωσε το πτυσσόμενο ποδήλατό του και ξέφυγε. Βρέθηκε πάνω σε ένα φορτηγό γεμάτο όπλα, που ο οδηγός του ήταν Έλληνας! Στην Κίνα, τον δάγκωσε ένας σκύλος και σώθηκε από καθολικούς καλόγερους που τον περιμάζεψαν, κατάλαβαν ότι ήταν λευκός, επειδή είχε τριχωτά πόδια.

Κατόπιν βρέθηκε στην Ινδία, κάπου ανάμεσα σε Βομβάη και Καλκούτα. Άνοιξε δουλειές με τους Πακιστανούς και έβγαλε πολλά λεφτά πουλώντας τους δημητριακά. Οι Πακιστανοί ήθελαν να γίνει υπάλληλός τους, αλλά αυτός αρνήθηκε λέγοντας ότι δουλεύει με ποσοστά. Εκατό κιλά σιτηρά στην Αγγλία ζύγιζαν 110 στην Ανατολή, εξαιτίας της υγρασίας.

Βάζουμε τα γέλια, καθώς η Κορίνα Μετζελοπούλου μού λέει με νόημα «Si non e vero e ben trovato» (σ.σ.: Ακόμη κι αν δεν είναι αληθινό, είναι καλοειπωμένο).

Εκτός από λεφτά, όμως, έκανε και πολλούς φίλους. Ήταν επιστήθιος του Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο. πήγε μαζί του σε επίσημη επίσκεψη το 1973 στην Κίνα. Πήγα κι εγώ. Όλοι οι Κινέζοι τότε ήταν ντυμένοι σαν τον Μάο, φώναζαν jambai (στην υγειά μας) και έπιναν πολύ, επειδή ένας νεο-κομμουνιστής έπρεπε να είναι δυνατός. Όταν ο πατέρας μου έσφιξε το χέρι του Τσου Εν Λάι, του μίλησε γαλλικά, διότι ο Αντιπρόεδρος είχε δουλέψει στη Renault και μιλούσε τη γλώσσα. «Bonjour Monsieur, je suis FranMais» του είπε, αλλά εκείνος έκανε ότι δεν καταλαβαίνει.
Σας κυνηγούν, όμως, οι Κινέζοι αξιωματούχοι…
Πριν από δύο χρόνια, μου τηλεφωνεί ο Διευθυντής του Chateau Margaux και μου λέει: «Ο κ. Ζινγκντάο (Πρωθυπουργός) έρχεται στο Μπορντό και θέλει να επισκεφτεί το chateau». Εγώ δεν τον πολυπίστεψα, αλλά την επόμενη εβδομάδα ήρθε. Τον ξεναγήσαμε, εγώ όμως, επειδή ήθελα να μάθω το λόγο της επίσκεψής του, του είπα πονηρά: «Βλέπετε, κύριε Πρωθυπουργέ, αυτό το terroir είναι ένα από τα τελευταία προνόμια του κόσμου». Χαμογέλασε για το «προνόμιο», του είπα ότι είχα συναντήσει τον Τσου Εν Λάι και τον ρώτησα ευθέως το λόγο της επίσκεψής του. «Είστε πολύ διάσημη» μου απάντησε, ξεγλιστρώντας. Πρέπει όμως να μάθω γιατί ήρθε...

Τι υποθέτετε, δηλαδή, δεν σας έχουν πει κάτι;

Πρέπει να το πίνει κρυφά, αλλά λόγω θέσης δεν μπορεί να πει πολλά.

Αληθεύει ότι το Chateau Margaux παρέμεινε σε γαλλικά χέρια χάρη στην παρέμβαση του Ζισκάρ Ντ’ Εστέν;

Ναι, το ’77 ήθελε να το αγοράσει η αμερικανική εταιρεία National Distillers, αλλά παρενέβη ο Πρόεδρος και το Margaux δεν άλλαξε εθνικότητα. Το πήρε τελικά ο πατέρας μου. Ξαναείδα προσφάτως τον Πρόεδρο για πρώτη φορά ύστερα από τριάντα χρόνια. ήταν πολύ γλυκός, ρωτούσε για το κρασί (σ.σ.: Ο Ανδρέας Μετζελόπουλος διηύθυνε από το 1958 τη γαλλική αλυσίδα σουπερμάρκετ Felix Potin).

Πώς είναι η ζωή στο chΙteau για εσάς, μια Παριζιάνα;

Δουλεύουμε σκληρά, παρότι μένουμε στις «Βερσαλλίες του Μπορντό»: Δεν είναι δυνατόν να παίζω τένις ή να κολυμπάω στην πισίνα (σ.σ.: το Chateau Margaux δεν έχει), τη στιγμή που ο άλλος κλαδεύει τα αμπέλια. Το Margaux είναι μια πάρα πολύ σοβαρή ιστορία και είμαστε τυχεροί που μας επιτρέπεται να το πουλάμε ακριβά. δεν θα κάνω λοιπόν βλακείες για να χάσω το σεβασμό των εργαζομένων στο Chateau ή και τη φήμη μας. Δουλεύουμε λοιπόν, δουλεύουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ο πατέρας μου έλεγε κάτι πολύ σοφό: «Cross the bridges when you meet them».

O Parker επηρέασε καθόλου το Margaux;

Του είμαστε ευγνώμονες, γνώρισε το Μπορντό στους Αμερικανούς. Τον ξέρω καλά, είναι πολύ συμπαθητικός, καθόλου υπερφίαλος.

Παρά τη δύναμή που έχει;

Φτάνει πάντοτε πέντε λεπτά πριν από το ραντεβού του! Απίστευτη οργάνωση. Είναι ευχάριστος, διασκεδαστικός, ευγενικός, χαμογελαστός, ρωτάει για τα παιδιά. Εκεί που έκανε μερικές ανοησίες σε επίπεδο εξουσίας είναι ότι βοήθησε να κάνουν όνομα μερικά άγνωστα κρασιά που ξεπήδησαν από το πουθενά, στο St. Emilion. O Parker είναι ένας δημοκράτης, ένας σοσιαλιστής του 1968, εκνευρίζεται λίγο με τα προνόμια ημών των πυργοδεσποτών.

Σας επηρέασε, τελικά, καθόλου;

Όχι. Μιλήσαμε πολύ με το Διευθυντή του Margaux γι’ αυτό. Είναι πολύ εύκολο να φτιάξεις ένα υπέρπυκνο κρασί. Όταν όμως εμείς κάνουμε τον Ιανουάριο τις αναμείξεις μας ανάμεσα σε σαράντα κρασιά, παίρνουμε ένα ποτήρι από το καλύτερο και το αναμειγνύουμε με ένα ποτήρι οίνου πιέσεως. αν βάλουμε μια σταγόνα από το πρώτο παραπάνω, το τελικό κρασί κρασί δεν είναι εντάξει. Διαβολικό, αλλά συμβαίνει. Δεν είναι η δική μας ψυχή το υπέρπυκνο κρασί. Αν ακολουθείς τις μόδες, δεν μπορείς να είσαι διαχρονικός.

Είναι καλλιτεχνικό έργο το κρασί;

Ο φίλος μου, ο εκδότης του Wine Spectator Μάρβιν Σάνκεν, μου ζήτησε να δώσω μια διάλεξη με τίτλο «Grands Crus του Μπορντό, Τέχνη και Εμπόριο». Είσαι τρελός, του είπα, είναι υπερφίαλο. δεν είναι το κρασί έργο του Μότσαρτ ή του Πραξιτέλη. Σκέψου το, μου απάντησε. Τελικά, έχει δίκιο, υπάρχει η καλλιτεχνική πλευρά στα μεγάλα κρασιά, ακόμη κι αν δεν μπορείς να τα χαρακτηρίσεις έργα τέχνης…

Δώστε μας μια πολύ προσωπική περιγραφή του Margaux.

Κάθε φορά που πίνω ένα ποτήρι Margaux νιώθω ότι υπάρχει μια απίστευτη μαγεία στη διαδικασία παραγωγής του. Κάτι πέρα από την ανθρώπινη εργασία. ίσως είναι η ιστορία, ίσως το terroir...

Ποια είναι η πιο παλιά χρονιά Chateau Margaux που έχετε δοκιμάσει;

Πριν από δέκα χρόνια δοκίμασα μια φιάλη του 1900: ήταν εξαιρετικό, πολύ δυνατό και πολύ γλυκόπιοτο μαζί. Απίστευτο κρασί, μυθικό, από αυτά που προκαλούν πολύ έντονα συναισθήματα.

Τρία κρασιά που σας τρελαίνουν;

Το καλοκαίρι, στην Ελλάδα, πίνω ελληνικά λευκά από τη μικρή μου κάβα. Θέλω, όμως, και μια καλή λευκή Βουργουνδία, όχι γιατί είναι γαλλική, αλλά γιατί σε κάνει να νιώθεις όπως όταν πίνεις ένα μεγάλο κόκκινο Μπορντό. Ως γλυκό κρασί, μου αρέσει το γερμανικό Τrockenbeerauslese ή μια μεγάλη χρονιά του Yquem, το ’67 λόγου χάρη. Έχω επίσης αδυναμία στις κόκκινες Βουργουνδίες. Αγαπώ πολύ τα αμερικάνικα κρασιά, αλλά τα Pinot Noir τους είναι καταστροφή. Το Pinot Noir δεν συγχωρεί, πρέπει το κρασί να είναι μεγάλο…
Chateau Margaux - Γευσιγνωσία
1998
Πέρασε δίπλα από ένα grand millesime, αλλά το έχασε για μερικές βροχές παραπάνω. Μην τρελαινόμαστε, όμως, παρότι το κρασί περνάει τις κλειστές του, βγάζει στον αέρα την ντελικάτη προσωπικότητα του Μargaux. Εν προκειμένω, κέδρινη απαλότητα, φουλ των κόκκινων και μαύρων φρούτων, γλυκό και κομψό.

1995

Εδώ το «Wine Spectator» σήκωσε τα χέρια ψηλά και βαθμολόγησε με 100/100! Όντως, η κεχαριτωμένη του λεπτότητα πουδράρεται με υπέρκομψο κέδρο, γλυκάνισο και γλυκόριζα, βανίλια καπνιστή και στο φινάλε σε τρατάρει μυρωδιές καφέ. Το κρασί είναι μεν power, αλλά οι ταννίνες του μουδιάζουν μετρημένα και θερμά το στόμα. Η κοφτερή του οξύτητα εγγυάται αιωνόβια παλαίωση.
1990
Εγώ εδώ έπεσα ξερός, διότι η παλαίωση έχει προχωρήσει και το κρασί βρίσκεται ίσως στο πρώτο του σημείο G. Πίνοντας μερικές γουλιές νομίζεις ότι σε φιλάνε σοκολατένια χείλη που η γεύση τους δεν λέει να φύγει. Μεταξωτές ταννίνες που μουδιάζουν το στόμα και σε κάνουν να παραδίνεσαι. Και αν αυτό το άρωμα υπήρχε για να το φοράς, θα ψέκαζες επάνω σου σαρκικό αισθησιασμό (κυνήγι), σκόνη καφέ, λίγο καπνό και άγρια μανιτάρια τριμμένα. Απλώς, εκπληκτικό
 
1989
Μια βόμβα φρούτων που αυτή τη στιγμή βγάζει εξπρεσιονιστικά και άγρια τα αρώματα και τις γεύσεις τους. Απρόσμενες μυρωδιές καρύδας, μελανιού από χυμό μαύρων φρούτων του δάσους. Παρότι αρκετά διαφορετικό από το ’95, βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο μαζί του.

1961
Αυτό το προ Μετζελόπουλου millesime θεωρείται το καλύτερο του 20ού αιώνα μετά το 1900. Εδώ πια τα αρώματα αλλάζουν, γίνονται εμπυρευματικά, θυμίζουν μολύβι, καπνίζουν πίπα και δεν ντρέπονται να δείξουν τη δύναμή τους. Μπορεί με τα χρόνια να έχει χάσει την αρμονία της δύναμής του, αλλά έχει ακόμη αυτή τη χαρακτηριστική μεταξωτή λεπτότητα.

1959
Είχε θεωρηθεί η χρονιά του αιώνα, μέχρι που βγήκε το 1961. Σήμερα, το 1959, στη φιάλη που ανοίχτηκε, έμοιαζε με μια τόσο όμορφα γερασμένη γηραιά κυρία, με μια γλύκα και μια γοητεία που κρατάει την ομορφιά της παρά τα χρόνια.

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Συμπόσιο: Aρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Γαστρονομία

Tα μυστικά της αρχαιότερης και πλουσιότερης κουζίνας του κόσμου παρουσιάζονται σto Συμπόσιο με θέμα Aρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Γαστρονομία ...

Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον συμπόσιο που διοργανώνεται από την εταιρεία Artifex, στις 7 και 8 Μαϊου, στις εγκαταστάσεις του Κτήματος Λαζαρίδη στο Καπανδρίτι Αττικής.

Το Συμπόσιο αυτό έχει ως στόχο να μυήσει τόσο τους ειδήμονες, όσο και τους ερασιτέχνες στα μυστικά της αρχαιότερης, πλουσιότερης και πιο αυθεντινής κουζίνας του κόσμου με ένα πλήρες πρόγραμμα που περιλαμβάνει  διαλέξεις  γνωστών συγγραφέων, καθηγητών και ερευνητών στον τομέα των βυζαντινών και αρχαιοελληνικών σπουδών και της επιστήμης της διατροφής, εισηγήσεις κριτικών γεύσης και οινολόγων, εργαστήρια μαγειρικής και σεμινάρια γευσιγνωσίας και οινογνωσίας, ξενάγηση στο εξαίρετο νέο Μουσείο Οίνου του Κτήματος Λαζαρίδη καθώς επίσης και ένα μοναδικό θεματικό πρόγραμμα ψυχαγωγίας.

«Τα περισσότερα στοιχεία της σύγχρονης ελληνικής κουζίνας ήταν ασφαλώς γνωστά στην περιοχή του Αιγαίου από την εποχή της κλασικής αρχαιότητας, από τον 5ο και τον 4ο αιώνα π.Χ., και πολύ λίγα πράγματα ήρθαν να προστεθούν έκτοτε. Με τα σταφύλια και το κρασί, τις σταφίδες, τα σύκα και το μέλι, το σταρένιο ψωμί και τα κριθαρένια γλυκίσματα, τα κρεμμύδια και το σκόρδο, το αρνάκι και το κατσικάκι, τα ψάρια και τα οστρακοειδή, τα χταπόδια και τα καλαμαράκια, η ελληνική κουζίνα είχε συμπληρώσει ήδη εδώ και τρεις ή περισσότερες χιλιάδες χρόνια τα βασικά συστατικά της και, με δεδομένες τις απλές μεθόδους που χαρακτηρίζουν την καλύτερη ελληνική μαγειρική, τόσο στα χρόνια του Αρχέστρατου όσο και στις μέρες μας, η αρχαιότερη κουζίνα της Ευρώπης δεν έχασε ποτέ την αυθεντική και μοναδική της γεύση», γράφει ο Andrew Dalby, ο πλέον αναγνωρισμένος σήμερα ιστορικός της διατροφής παγκοσμίως και κύριος ομιλητής του Συμποσίου.

Στο Συμπόσιο επίσης συμμετέχουν οι ομιλητές: Johannes Koder, καθηγητής Βυζαντινών Σπουδών και μέλος της Αυστριακής Ακαδημίας, Louis Grivetti, επίτιμος καθηγητής στο Τμήμα της Διατροφής στο UC Davis, Ηλίας Αναγνωστάκης, κύριος ερευνητής του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του Ε.Ι.Ε., Αλέξανδρος Γιώτης, κριτικός γαστρονομίας και εδεσματολόγος, Δημήτρης Χατζηνικολάου, οινολόγος,  Αλβέρτος Αρούχ, κριτικός γεύσης και συγγραφέας, Γεώργιος Μπόσκου, επίκουρος καθηγητής οργάνωσης και διαχείρισης μονάδων διατροφής, Γεράσιμος Ρηγάτος, γιατρός και συγγραφέας, Θεοφάνης Καραμπατσάκης, επιστημονικός συνεργάτης της κυνηγετικής ομοσπονδίας Μακεδονίας-Θράκης, Μαρία Λεοντσίνη, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών του Ε.Ι.Ε.  και  Παναγιώτης Σουλτάνης, φιλόλογος και αρθρογράφος.


Στο Συμπόσιο, που διαρκεί 2 ημέρες, οι συμμετέχοντες εκτός από τις θεωρητικές και εμπειρικές γνώσεις που θα λάβουν για τις μαγειρικές συνήθειες και την τέχνη του συμποσιασμού των προγόνων μας, θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν ένα αυθεντικό αρχαιοελληνικό και ένα βυζαντινό δείπνο με τη συνοδεία αντίστοιχα αρχαιοελληνικής και βυζαντινής μουσικής. Στις θεματικές συναυλίες θα παίξουν: στις 7 Μαϊου η διεθνούς φήμης αρπίστρια Ε. Κιοσόγλου συνοδευόμενη από ξύλινο φλάουτο, και στις 8 Μαϊου μουσικό συγκρότημα αποτελούμενο από ούτι, κανονάκι, αυλό και μπεντίρ, με μουσικούς του Ωδείου ΤΕΤΤΙΞ.

O Andrew Dalby, ο μεγαλύτερος σύγχρονος ιστορικός της διατροφής, συγγραφέας των Σειρήνειων Δείπνων, έρχεται στην Ελλάδα !
Είναι ο κύριος ομιλητής στο Συμπόσιο με θέμα: «Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή γαστρονομία»

O Αndrew Dalby, ο μεγαλύτερος σύγχρονος ιστορικός της διατροφής, συγγραφέας του παγκόσμιου best seller, Σειρήνεια Δείπνα  έρχεται στην Ελλάδα για να μιλήσει για τις «τοπικές σπεσιαλιτέ και την ονομασία προέλευσης στην Αρχαία και Μεσαιωνική Ελλάδα» ως κύριος ομιλητής στο συμπόσιο με θέμα «Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Γαστρονομία» που διοργανώνεται στις 7 και 8 Μαϊου, στις εγκαταστάσεις του Κτήματος Λαζαρίδη στο Καπανδρίτι Αττικής.

Στα Σειρήνεια Δείπνα, το πρώτο βιβλίο του Dalby, με το οποίο και κέρδισε το βραβείο «Runciman»,  ο συγγραφέας δίνει την πρώτη πλήρη ιστορική περιγραφή των τροφών και της γαστρονομίας στην Ελλάδα, ακολουθώντας τα ίχνη της αδιάσπαστης συνέχειας της ελληνικής κουζίνας από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα.

«Το φαγητό και το ποτό εξυπηρετούν πολλούς σκοπούς, όχι μόνον την απλή συντήρηση. Η φιλοξενία είναι το τσιμέντο της φιλίας και μια πρόποση μπορεί να επικυρώσει έναν έρωτα…..Στην Αθήνα, το τυπικό δώρο ενός εραστή ήταν ο λαγός, δώρο κατάλληλο για έναν περήφανο κυνηγό σε έναν τόπο όπου δεν υπήρχαν και πολλά θηράματα για να κυνηγήσει κανείς», είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Σειρήνεια Δείπνα».

Ο Andrew Dalby, γεννήθηκε στο Λίβερπουλ το 1947 και ζει στη Γαλλία. Είναι γλωσσολόγος, μεταφραστής και ιστορικός που συχνότερα γράφει για την ιστορία της διατροφής. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Εκεί μελέτησε λατινικά και ελληνικά καταρχάς, και στη συνέχεια τις γλώσσες του ρομαντισμού και γλωσσολογία.
Mετά τα Σειρήνεια Δείπνα, έγραψε το βιβλίο The Classical Cookbook, το πρώτο ιστορικό βιβλίο μαγειρικής μετά το Apicius. Το βιβλίο Dangerous Tastes για την ιστορία των μπαχαρικών ανακηρύχθηκε το βιβλίο μαγειρικής της χρονιάς 2001.
Το 2006 έγραψε τo βιβλίο Rediscovering Homer που αφορά προβλήματα καταγωγής, ημερομηνίας και συγγραφής των επών Ιλιάδα και Οδύσσεια. Επίσης ασχολήθηκε με το θέμα της παρακμής και της εξαφάνισης των γλωσσών από τα αρχαία χρόνια στη νεότερη εποχή με το βιβλίο Language in Danger. Το θέμα του νέου του βιβλίου είναι The World of Wikipedia.
«Το νερό και το κρασί ήταν άφθονα, οι ποιότητες όμως του δεύτερου διέφεραν από μέρος σε μέρος και μόνον οι πλούσιοι είχαν τη δυνατότητα να διαλέξουν το κρασί που έπιναν. Οι ζωμοί, οι χυλοί και οι σούπες οσπρίων, οι πολτοί από κριθάρι και το μάυρο (το «βρώμικο» ψωμί ) ήταν τα βασικά είδη διατροφής, οικεία και προσιτά σε όλους»...
«Το ψάρι ήταν ένα άκρως συμβολικό, άκρως σημαντικό και άκρως εκτιμώμενο στοιχείο της διατροφής των περισσοτέρων Ελλήνων της κλασσικής εποχής. Περιστασιακά τουλάχιστον τα ψάρια θυσιάζονταν. Γνωρίζουμε πως τα οστρακοειδή, ο τόννος, ο λούτσος και ο κυπρίνος καταναλώνονταν στην Ελλάδα για χιλιάδες χρόνια…», γράφει ο Andrew Dalby στα Σειρήνεια Δείπνα.
Το Συμπόσιο αυτό με θέμα: «ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ»  έχει ως στόχο να μυήσει τόσο τους ειδήμονες, όσο και τους ερασιτέχνες στα μυστικά της αρχαιότερης, πλουσιότερης και πιο αυθεντινής κουζίνας του κόσμου με ένα πλήρες πρόγραμμα που περιλαμβάνει  διαλέξεις  γνωστών συγγραφέων, καθηγητών και ερευνητών στον τομέα των βυζαντινών και αρχαιοελληνικών σπουδών και της επιστήμης της διατροφής, εισηγήσεις κριτικών γεύσης και οινολόγων, εργαστήρια μαγειρικής και σεμινάρια γευσιγνωσίας και οινογνωσίας, ξενάγηση στο εξαίρετο νέο Μουσείο Οίνου του Κτήματος Λαζαρίδη καθώς επίσης και ένα μοναδικό θεματικό πρόγραμμα ψυχαγωγίας.
Στο Συμπόσιο επίσης συμμετέχουν οι ομιλητές: Johannes Koder, καθηγητής Βυζαντινών Σπουδών και μέλος της Αυστριακής Ακαδημίας, Louis Grivetti, επίτιμος καθηγητής στο Τμήμα της Διατροφής στο UC Davis, Ηλίας Αναγνωστάκης, κύριος ερευνητής του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του Ε.Ι.Ε., Αλέξανδρος Γιώτης, κριτικός γαστρονομίας, συγγραφέας και εδεσματολόγος, Δημήτρης Χατζηνικολάου, οινολόγος και συγγραφέας,  Αλβέρτος Αρούχ, κριτικός γεύσης και συγγραφέας, Γεώργιος Μπόσκου, επίκουρος καθηγητής οργάνωσης και διαχείρισης μονάδων διατροφής, Γεράσιμος Ρηγάτος, γιατρός και συγγραφέας, Θεοφάνης Καραμπατζάκης, περιβαλλοντολόγος και επιστημονικός συνεργάτης της κυνηγετικής ομοσπονδίας Μακεδονίας-Θράκης, Μαρία Λεοντσίνη, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών του Ε.Ι.Ε.  και  Παναγιώτης Σουλτάνης, φιλόλογος και αρθρογράφος.
Στο Συμπόσιο, που διαρκεί 2 ημέρες, οι συμμετέχοντες εκτός από τις θεωρητικές και εμπειρικές γνώσεις που θα λάβουν για τις μαγειρικές συνήθειες και την τέχνη του συμποσιασμού των προγόνων μας, θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν ένα αυθεντικό αρχαιοελληνικό και ένα βυζαντινό δείπνο με τη συνοδεία αντίστοιχα αρχαιοελληνικής και βυζαντινής μουσικής. Στις θεματικές συναυλίες θα παίξουν: στις 7 Μαϊου η διεθνούς φήμης αρπίστρια Ε. Κιοσόγλου συνοδευόμενη από ξύλινο φλάουτο, και στις 8 Μαϊου μουσικό συγκρότημα αποτελούμενο από ούτι, κανονάκι, αυλό και μπεντίρ, με μουσικούς του Ωδείου ΤΕΤΤΙΞ.
Η γαστρονομική επιμέλεια των πιάτων που θα παρουσιαστούν στα εργαστήρια, καθώς και των πιάτων που θα προσφερθούν στα γεύματα και τα δείπνα θα γίνει από τον chef  κ. Ηλία Αναστασιάδη, καθηγητή του Εκπαιδευτικού Ομίλου LE MONDE.
Οι συνταγές είναι εμπνευσμένες  από το βιβλίο  «Ιστορία Μαγειρικής & Διατροφής» του Αλέξανδρου Γιώτη, εκδόσεις Les Livres du Toursime.
Στην παρασκευή τους θα συνεργαστούν οι καθηγητές του Εκπαιδευτικού Ομίλου
LE MONDE κκ. Αναστάσιος Αλεξιάδης, Ηλίας Αναστασιάδης, Γιώργος Γογόπουλος, Δρόσος Ξυνογαλάς  και μαθητές της σχολής LE MONDE.

Το Συμπόσιο διοργανώνει η Artifex, εταιρεία που ειδικεύεται σε επιστημονικά, πολιτιστικά και καλλιτεχνικά συνέδρια, σεμινάρια και φεστιβάλ.

H εταιρία ARTIFEX στο πλαίσιο της συνεργασίας μας για το Συμπόσιο «ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑΣ» κάνει την εξής προσφορά:
Κόστος συμμετοχής για 2 μέρες (7 και 8/5): 150 ευρω  για το 1ο άτομο και 130 ευρώ για το συνοδό μέλος
Κόστος συμμετοχής για 1 μέρα (7 ή 8 /5 ): 75 ευρω για το 1ο άτομο και 65 ευρώ για το συνοδό
Κόστος συμμετοχής δείπνου (7 ή 8/5/11): 35 ευρώ

Με την υποστήριξη της σχολής Le Monde.

Info

Τοποθεσία Κτήμα Λαζαρίδη, Καπανδρίτι Αττικής
Ημερομηνία 7 και 8 Μαίου
Πληροφορίες-Εγγραφές Τηλ.: 210 6896770, 210 6896775 και http://www.artifex.gr/http://www.hellenicgastronomy.com/

 http://www.culturenow.gr/topics/%CE%A3%CF%85%CE%BC%CF%80%CF%8C%CF%83%CE%B9%CE%BF:_A%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B1_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%92%CF%85%CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%AE_%CE%93%CE%B1%CF%83%CF%84%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CE%B1.html